- μπαλσαμώνω
- μετ. бальзамировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαλσαμώνω — (Μ μπαλσαμώνω) βλ. βαλσαμώνω … Dictionary of Greek
μπαλσαμώνω — μπαλσάμωσα, μπαλσαμώθηκα, μπαλσαμωμένος, βαλσαμώνω, ταριχεύω: Της άρεσε να διακοσμεί το σπίτι της με μπαλσαμωμένα πουλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαλσαμώνω — και μπαλσαμώνω και βαρσαμώνω και μπαρσαμώνω [βάλσαμο] 1. ταριχεύω, καθιστώ νεκρό, πτηνά ή ζώα άσηπτα χρησιμοποιώντας αντισηπτικές ουσίες 2. επουλώνω («βαλσάμωνέ μου την πληγή») 3. ευωδιάζω («βαλσαμωμένο αέρι») 4. καταπραΰνω («τα τρομαγμένα στήθη… … Dictionary of Greek